δυσαπιστέω
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Bane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
German (Pape)
[Seite 676] ein δυσάπιστος sein, B. A. 1285.
Greek (Liddell-Scott)
δυσαπιστέω: δυσκόλως ἀπιστῶ, εὐκόλως πιστεύω παρατατ. δυσηπίστουν (δυσαρεστῶ δυσηρέστουν), Κ. Λάσκ. ἐν τῇ Γραμματικῇ (Ἑλλ. Πατρολ. Migne τ. 161, σ. 936).