ἐμποικίλλω
From LSJ
οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good
English (LSJ)
A embroider upon, νῖκαι ἐμπεποικιλμέναι Plu.Tim.8; γίγαντας ἐμπεποίκιλται [πέπλος] Sch.E.Hec.468, cf. 471.
German (Pape)
[Seite 816] (Buntes) hineinsticken, -weben; ταινία ἔχουσα νίκας ἐμπεποικιλμένας Plut. Timol. 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμποικίλλω: ἐνυφαίνω ἢ κεντῶ ποικίλματα, ταινία... στεφάνους ἔχουσα καὶ νίκας ἐμπεποικιλμένας Πλουτ. Τιμολ. 8.