ἐμπλατύνω
From LSJ
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
English (LSJ)
A widen or extend, τὰ ὅρια LXXEx.23.18: metaph., δόμα ἀνθρώπου ἐ. αὐτόν ib.Pr.18.16:—Pass., λόγοις ἐμπλατύνεσθαι to expatiate, Str.8.7.3.
German (Pape)
[Seite 814] darin ausbreiten, LXX. – Med., τοῖς λόγοις περί τινος, sich weitläufig über Etwas verbreiten, Strab. VIII, 385.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπλᾰτύνω: πλατύνω, εὐρύνω, ἐκτείνω, Ἑβδ. (Παροιμ. ΙΗ΄, 16, κ. ἀλλ.): - Παθ., λόγοις ἐμπλατύνεσθαι περί τι, ὁμιλεῖν κατὰ πλάτος, ἐκτείνειν τὸν λόγον, Στράβ. 385.