βούβαλος
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
English (LSJ)
ὁ, = foreg., Arist.PA663a11, Plb.12.3.5, D.S.2.51, Str. 17.3.4, Ph.2.353, J.AJ8.2.4, Opp.C.2.300. II = ἀστράγαλος, Hsch. III buffalo, Agath.1.4.
German (Pape)
[Seite 455] ὁ, Büffel, Pol. 12, 3; D. Sic. 2, 51; vgl. Opp. C. 2, 300.
Greek (Liddell-Scott)
βούβᾰλος: ὁ, πιθ. = βούβαλις, διότι συγκαταλέγεται μεταξὺ τῶν ἐλάφων καὶ δορκάδων, Ἀριστ. Ζ. Μ. 3. 2, πρβλ. Πολύβ. 12. 5.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
buffle, animal.
Étymologie: DELG cf. βοῦς.