δυσκηδής

From LSJ
Revision as of 19:32, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσκηδής Medium diacritics: δυσκηδής Low diacritics: δυσκηδής Capitals: ΔΥΣΚΗΔΗΣ
Transliteration A: dyskēdḗs Transliteration B: dyskēdēs Transliteration C: dyskidis Beta Code: duskhdh/s

English (LSJ)

ές, (κῆδος)

   A full of misery, δυσκηδέα νύκτα φυλάσσω Od.5.466.    II (κήδομαι) δυσκηδέα· δυσφύλακτον, χαλεπόν, Hsch.

German (Pape)

[Seite 682] ές, sorgenschwer, νύξ Od. 5, 466; ἅπαξ εἰρημέν.; vgl. ἀκηδής, λαθικηδής, πολυκηδής, προσκηδής.

Greek (Liddell-Scott)

δυσκηδής: -ές, πλήρης ἀθλιότητος, δυσκηδέα νύκτα φυλάξω, Ὀδ. Ε. 466.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui apporte de pénibles soucis.
Étymologie: δυσ-, κῆδος.