ἀνέμπληκτος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A intrepid, Sch.E.Or.1479. Adv. -τως Plu.Galb. 23 (nisi legendum ἀνεκπλήκτως).
German (Pape)
[Seite 223] unerschüttert, Adv., Plut. Galb. 23.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέμπληκτος: -ον, ὁ μὴ ἐκπληττόμενος, ἀτρόμητος. - Ἐπιρρ. -τως ἐν Πλουτ. Γάλβ. 23· ἀλλ’ ἴσως ἔπρεπε νὰ εἶναι ἀνεκπλήκτως.