γλαυκιάω

From LSJ
Revision as of 15:25, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλαυκιάω Medium diacritics: γλαυκιάω Low diacritics: γλαυκιάω Capitals: ΓΛΑΥΚΙΑΩ
Transliteration A: glaukiáō Transliteration B: glaukiaō Transliteration C: glafkiao Beta Code: glaukia/w

English (LSJ)

Hom. only in Ep. part. γλαυκιόων,

   A glaring fiercely, of a lion, Il.20.172; γ. ὄσσοις δεινόν Hes.Sc.430; of a sparkling stone, D.P.1121; γλαυκιόωσα σελήνη Man.5.250: 3pl. γλαυκιόωσι Opp.C.3.70; late Prose, γλαυκιῶν τὸ βλέμμα Hld.7.10.    2 have a γλαύκωμα, glare blindly, ὀφθαλμοὶ . . δυσαλθέα γλαυκιόωντες Q.S.12.408.

Greek (Liddell-Scott)

γλαυκιάω: ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῇ ἐπ. μετοχ. γλαυκιόων, ἐξακοντίζων βλέμματα ἄγρια, ἐπὶ λέοντος, Ἰλ. Υ. 172· γλαυκιόων δ’ ὄσσοις δεινὸν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 430· ἐπὶ ἀκτινοβολούσης πολυτίμου λίθου, Διον. Π. 1121· γʹ πληθ. γλαυκιόωσι Ὀππ. Κυν. 3. 70· μόνον παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, γλαυκιῶν τὸ βλέμμα Ἡλιόδ. 7. 368. 2) ἔχω γλαύκωμα, τυφλῶς ἀτενίζω, ὀφθαλμο ί… δυσαλθέα γλαυκιόωντες Κόϊντ. Σμ. 12. 408.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. prés.
avoir des yeux aux reflets glauques.
Étymologie: γλαυκός.

English (Autenrieth)

only part., with gleaming or glaring eyes, of a lion, Il. 20.172†.