ἐθελόκακος
From LSJ
Menander, fragment 761
English (LSJ)
ον,
A = κακὰ θέλων, Hsch. II guilty of wilful cowardice, of soldiers, τὸ τῶν στρατιωτῶν ἐ. D.H.9.7. Adv. -κως App.Ital.7Fr.
German (Pape)
[Seite 718] vorsätzlich schlecht, pflichtvergessen, bes. im Kriege, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐθελόκακος: -ον, ὁ ἐκ προαιρέσεως κακός, δειλός, ἐπὶ στρατιωτῶν: - Ἐπίρρ. ἐθελοκάκως Ἀππ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξει.