τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
Full diacritics: αἰετιαῖος | Medium diacritics: αἰετιαῖος | Low diacritics: αιετιαίος | Capitals: ΑΙΕΤΙΑΙΟΣ |
Transliteration A: aietiaîos | Transliteration B: aietiaios | Transliteration C: aietiaios | Beta Code: ai)etiai=os |
α, ον, (ἀετός IV)
A belonging to or placed in the pediment, IG1.322 ii 73.
αἰετιαῖος: -α, -ον, (ἀετὸς ΙΙΙ.) ἀνήκων εἰς τὸ ἀέτωμα ἢ τεθειμένος ἐν τῷ ἀετώματι, Συλλ. Ἐπιγρ. 160, στήλη 2. 73.