ἀλλοδοξέω
From LSJ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
English (LSJ)
A mistake one thing for another, Pl.Tht.189d,190d.
German (Pape)
[Seite 103] anders (als das Wahre) meinen, irren, Plat. Theaet. 189 d τὸ τὰ ψευδῆ δοξάζειν.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλλοδοξέω: νομίζω ὅτι πρᾶγμά τι εἶναι ἕτερον, ἐσφαλμένως ἐκλαμβάνω τι ἀντὶ ἄλλου, Πλάτ. Θεαίτ. 189D, 190D: καὶ ἀλλοδοξία, ἡ, ἐσφαλμένη γνώμη, ἣν ἔχει τις ἐκλαμβάνων ἄλλο ἀντ’ ἄλλου, αὐτόθι 189Β, 190Ε· πρβλ. ἀλλοφρονέω.