ἀμφιλαχαίνω
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
A dig, hoe round, φυτὸν ἀμφελάχαινεν Od.24.242.
German (Pape)
[Seite 140] umgraben, umhacken, φυτόν Od. 24, 242.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιλαχαίνω: περισκάπτω ἢ διὰ τῆς σκαπάνης περικαθαίρω, «ξεβοτανίζω·» φυτὸν ἀμφιλάχαινεν Ὀδ. Ω. 242.
French (Bailly abrégé)
impf. 3ᵉ sg. ἀμφελάχαινεν;
bêcher autour.
Étymologie: ἀμφί, λαχαίνω.