ἀνάβασις
ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριον → thought-shop of wise souls
English (LSJ)
poet. ἄμβασις, εως, ἡ, (ἀναβαίνω)
A going up, mounting, esp. on horseback, X.Eq.3.11; way of mounting, ib.7.4. b concrete, πᾶσα ἄμβασις, = πάντες ἀναβάται, all the horsemen, S.OC 1070. c ascension, εἰς τὸν ἕβδομον οὐρανόν Ascens.Is.10.21. d ascent of soul to God, Hierocl. in CA 26p.481M. 2 expedition up from the coast, esp. into Central Asia, as that of the younger Cyrus related by X. 3 rising of ariver, Heph.Astr.1.23; esp.inundation of the Nile, D.S.1.34, Placit.4.1, POxy.483; δικαία ἀ. normal rise, OGI666(i A. D.): pl., Str.16.1.24, Plu.2.368b. 4 Medic., increasing period of a disease, before the crisis (ἀκμή), Gal.9.556, al. 5 leaves of tree, LXX Ez.47.12. II way up, ascent of a tower, mountain, etc., Hdt.1.181,7.223, Men.Sam.20, etc.; ἡ ἀ. τῶν Ἐπιπολῶν Th.7.42; ἀναβῆναι ἐκείνην τὴν ἀ. to make that ascent, Pl.R. 519d, cf. 515e. 2 stairs, LXX 1 Ch.26.16, al. III metaph., progress, Artem.4.28; of numbers, progression, Id.2.70. IV = ἵππουρις; cf. ἀναβάσιον.
German (Pape)
[Seite 180] εως, ἡ, das Hinaufsteigen, Her. 7, 228; auf einen Berg, Polyb. 1, 55, 9 u. öfter; εἰς τὸν οὐρανόν Plat. Conv. 190 b; das Besteigen des Pferdes, Xen. oft; πᾶσα ἄμβασις ἵππων, die ganze Reiterei, Soph. O. C. 1070; das Hinausziehen vom Meere in's Innere des Landes, bes. Zug nach Hochasien, Titel der Schrift des Xenophon; der Ort zum Hinaufsteigen, Aufgang, Plat. Rep. VII, 575 c u. Sp.; das Anschwellen eines Flusses, Diod. Sic. 1, 40; Zunehmen der Krankheit, Medic.; ἀνάβασιν ἀναβαίνειν, einen Fortschritt machen, Plat. Rep. VII, 519 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάβασις: ποιητ. ἄμβασις, εως, ἡ, (ἀναβαίνω), τὸ ἀνέρχεσθαι, ἀναβαίνειν, ἰδίως ἐπὶ τὸν ἵππον, Ξεν. Ἱππ. 3. 11· τρόπος τοῦ ἀναβαίνειν ἐπὶ τὸν ἵππον, ταύτην ἐπαινοῦμεν τὴν ἀνάβασιν αὐτόθι 7. 4. β) πᾶσα ἄμβασις = πάντες ἀναβάται, πάντες οἱ ἱππεῖς, Σοφ. Ο. Κ. 1070. 2) ἐκστρατεία ἀπὸ τῆς παραλίας εἰς τὰ μεσόγεια, ἰδίως εἰς τὴν κεντρικὴν Ἀσίαν, οἵα ἡ τοῦ νεωτέρου Κύρου, ἣν διηγεῖται ὁ Ξενοφῶν. 3) ἡ ἐξόγκωσις, ὕψωσις τῶν ὑδάτων ποταμοῦ, ὅταν ἀναβαίνῃ τὸ ὕδωρ, Διόδ. 1. 34, Στράβ. 757, Πλούτ. 4) παρ’ ἰατρ. ἡ περίοδος, καθ’ ἣν τὸ νόσημα βαίνει ἐπιτεινόμενον, πρὸ τῆς κρίσεως (ἀκμῆς), Γαλην. 9. 556· πρβλ. ἀναβατικός ΙΙ. ΙΙ. ὁδός φέρουσα πρὸς τὰ ἄνω, ἡ ἀνάβασις (δηλ. ἡ ἀνάντης ὁδὸς) πρὸς πύργον ἢ πρὸς κορυφὴν ὄρους, κτλ., Ἡρόδ. 1. 181., 7. 223· ἡ ἀνάβασις τῶν Ἐπιπολῶν Θουκ. 7. 42· ἀναβῆναι ἐκείνην τὴν ἀνάβασιν, ἐκείνην τὴν ἀνάντη ὁδόν, Πλάτ. Πολ. 519D, πρβλ. 515E.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de monter, ascension ; particul.
1 action de monter à cheval ; poét. πωλικὰ ἄμβασις SOPH chevauchée, troupe de cavaliers;
2 expédition dans l’intérieur d’un pays, particul. expédition de Cyrus le Jeune dans l’Asie centrale, ou Anabase, titre d’un ouvrage de Xénophon ; ou d’Alexandre dans l’Inde, ou Anabase, titre d’un ouvrage d’Arrien.
Étymologie: ἀναβαίνω.
Syn. ἄνοδος².