ἀνακούφισις
From LSJ
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
English (LSJ)
εως, ἡ,
A relief, κακῶν S.OT 218.
German (Pape)
[Seite 193] ἡ, Erleichterung, κακῶν, von Uebeln, Soph. O. R. 218.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακούφισις: -εως, ἡ, ἐλάφρυνσις ἀπό τινος πράγμ., κακῶν Σοφ. Ο. Τ. 218.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
allégement.
Étymologie: ἀνακουφίζω.