ἀνασταχύω
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
(στάχυς)
A shool up with ears, A.R.4.271, Procl.H.5.10: metaph., κατὰ ὦλκας ἀ. Γίγαντες A.R.3.1054; trans., cause to spring up, φυταλίην δρακόντων Nonn.D.25.199.
German (Pape)
[Seite 208] wie Getreidehalme aufschießen, Ap. Rh. 3, 1054 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναστᾰχύω: (στάχυς) ἀναφύομαι ὡς στάχυς, οἳ δ’ ἤδη κατὰ ὦλκας ἀνασταχύωσι γίγαντες Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1054, κτλ.: ― ὁ μέλλ. ἀνασταχυώσομαι (ὡς εἰ ἐκ ῥήματ. -υόομαι) ἀπαντᾷ ἐν Χρησ. Σιβυλλ. 3. 382, κτλ.