ἀνδρίζω

From LSJ
Revision as of 19:42, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνδρίζω Medium diacritics: ἀνδρίζω Low diacritics: ανδρίζω Capitals: ΑΝΔΡΙΖΩ
Transliteration A: andrízō Transliteration B: andrizō Transliteration C: andrizo Beta Code: a)ndri/zw

English (LSJ)

   A make a man of, make manly, τοὺς γεωργοῦντας X.Oec.5.4.    II mostly in Pass. or Med., come to manhood, Ar.Fr.744, Hyp.Fr.228, Luc.Anach.15.    2 play the man, X.An.4.3.34, Pl. Tht.151d, Arist.EN1115b4, LXXJo.1.6,al., 1 Ep.Cor.16.13; dress like a man, Philostr.Im.1.2.    3 sens. obsc., D.C.79.5; of a eunuch, ἀ. ἐπὶ γυναῖκα Philostr.VA1.37, cf. Ep.54, Ach.Tat.4.1.

German (Pape)

[Seite 218] (zum Manne machen), abhärten, Xen. Oec. 5, 4. Gew. med., sich als Mann zeigen, sich männlich, muthig betragen, Plat. Theaet. 151 d; vgl. Xen. An. 4, 3, 34; 5, 8, 15 wird κινεῖσθαι καὶ ἀνδρ. entgegengesetzt dem καθῆσθαι καὶ βλακεύειν, also sich tüchtig anstrengen; ἀνδρίζεται τὰ πολλά, er benimmt sich wie ein Mann, Luc. Eun. 13; τῷ σώματι, männliche Kraft bekommen, Gymn. 15; ἠνδρίσατο, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδρίζω: μέλλ. -ίσω = καθιστῶ τινα ἀνδρικόν, σκληραγωγῶ, τοὺς δὲ τῇ ἐπιμελείᾳ γεωργοῦντας ἀνδρίζει Ξεν. Οἰκ. 5, 4. ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ. καὶ μέσ. = ἀνδροῦμαι, καθίσταμαι ἀνήρ, ἔρχομαι εἰς ἡλικίαν ἀνδρός, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 653. 2) φέρομαι ὡς ἀνήρ, πράττω τὰ τοῦ ἀνδρός, ἐὰν θεὸς ἐθέλῃ καὶ ἀνδρίζῃ Πλάτ. Θεαίτ. 151D. - ἅμα δὲ καὶ ἀνδρίζονται ἐν οἷς ἐστιν ἀλκὴ Ἠθ. Νικ. 3. 6, 12. - ἐνδύομαι ὡς ἀνήρ, «συγχωρεῖ δὲ ὁ κῶμος καὶ γυναικὶ ἀνδρίζεσθαι», δηλ. ἀνδρικὴν ἐνδύεσθαι στολήν, Φιλόστρ. 766, πρβλ. Λουκ. Ἀναχ. 15· ἀντίκειται τῷ βαλακεύω, μαλθακίζομαι. 3) ἐπὶ αἰσχρᾶς σαρκικῆς μίξεως συγγίγνομαί τινι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ θηλύνομαι, ἠνδρίζετο καὶ ἐθηλύνετο καὶ ἔπραττε καὶ ἔπασχε Δίων Κ. 79. 5.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
rendre fort comme un homme, fortifier;
Moy. ἀνδρίζομαι (seul. prés. et impf.) agir en homme, virilement.
Étymologie: ἀνήρ.