ἀνεμώδης
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ες,
A windy, Σκῦρος S.Fr.553; χώρα Hp.Aër.24, cf. Nic. Th.96; ἀκρωτήριον Plu.2.967b; ἔτος ἀ. Arist.Mete.360b5; κύματα ἀ. bringing wind, Id.Pr.932b29; σημεῖον ἀ. a sign of wind, Thphr.Sign. 18. 2 metaph., vain, idle, Hsch.s.v. κραπαταλίας.
German (Pape)
[Seite 223] ες, windig, Soph. frg. 496 Σκῦρος; Sp. D.; ἀκρωτήριον Plut. sol. an. 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεμώδης: -ες, ὡς καὶ νῦν, Σκῦρος Σοφ. Ἀποσπ. 496· χώρα Ἱππ. π. Ἀέρ. 295, ἀνεμῶδες ἀκρωτήριον Πλούτ. 967Β, πρβλ. Νικ. Θ. 96· ἔτος ἀν. Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 4, 8· κύματα ἀνεμώδη, προμηνύοντα ἄνεμον, ὁ αὐτ. Προβλ. 23. 11· σημεῖον ἀν. Θεοφρ. π. Σημ. 1. 18. - ὁ Ἡσύχ. ἐν λέξει κραπαταλίας ἔχει «ἀνεμώδης, καὶ ἀσθενής... ληρώδης».
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
de vent ; fig. vide, vain.
Étymologie: ἄνεμος, -ωδης.