ἀνοικίζω
ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me
English (LSJ)
A remove up the country, ἀ. τὴν Σπάρτην, i.e. break it up as a city, Arist.Rh.Al.1423a7; ἀ. τινὰς ἐς τὴν Περσίδα Paus.1.25.5, cf. Str.13.3.3; ἀ. [τέττιγας] φθόνου ἐς δένδρα remove them out of envy's way, dub. in Philostr.VA7.11 (leg. ἀπ-):—Pass. and Med., shift one's dwelling up the country, migrate inland or to higher ground, αὐτοὶ δ' ἀνῳκίσανθ' ὅπως ἀνωτάτω Ar.Pax207, cf. Av. 1351, Str.9.2.17, App.Pun.84; and of cities, to be built inland or away from the coast, Th.1.7:—generally, migrate, ἀνοικίσασθαι εἰς Ὄλυνθον Id.1.58, cf. 8.31. II resettle, colonize afresh, Paus.2.1.2, Memn. 60 (Med.); rebuild, Aps.pp.239,245 H.:—Pass., to be repeopled, Plu. Luc.29.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνοικίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ: - ποιῶ πόλιν τινὰ ἀνάστατον μετοικίζων τοὺς κατοίκους αὐτῆς εἰς ἄλλο μέρος. Ἀθηναῖοι ἐξὸν. αὐτοῖς ἀνοικίσαι τὴν Σπάρτην Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλ. 2. 22· ἀν. τινὰς ἐς τὴν Περσίδα Παυσ. 1. 25, 4: μεταφ., ἀν. τινὰ φθόνου, ἀπομακρύνω τινὰ ἀπὸ τοῦ φθόνου, ἀναφέρεται ἐκ τοῦ Φιλοστρ.: - Παθ. καὶ μέσ., μεταφέρω τὴν κατοικίαν μου εἰς τὰ ἄνω ἢ τὰ μεσογαιότερα μέρη τῆς χώρας, μεταναστεύω εἰς τὸ ἐσωτερικόν, αὐτοὶ δ’ ἀνῳκίσανθ’ ὅπως ἀνωτάτω Ἀριστοφ. Εἰρ. 207. πρβλ. Στράβ. 406, Ἀππ. Καρχ. 84· καὶ ἐπὶ πόλεων, κτίζομαι εἰς τὰ μεσόγαια ἤτοι μακρὰν τῆς παραλίας, Θουκ. 1. 7: - καθόλου, μεταναστεύω, δεῦρ’ ἀνοικισθεὶς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1351· ἀνοικίσασθαι ἐς Ὄλυνθον Θουκ. 1. 58, πρβλ. 8. 31. ΙΙ. οἰκίζω ἐκ νέου, ἐγκαθιστῶ ἐκ νέου οἰκήτορας, Κόρινθον δὲ ἀνάστατον Μομμίου ποιήσαντος ... ὕστερον λέγουσιν ἀνοικίσαι Καίσαρα Παυσ. 2. 1, 2, Στράβ. 621: - Παθ., ἐκ νέου οἰκίζομαι, Πλουτ. Λούκουλλ. 29.
French (Bailly abrégé)
ao. ἀνῴκισα;
1 (ἀνά en haut) bâtir dans l’intérieur des terres;
2 (ἀνά de nouveau) coloniser de nouveau ; Pass. se repeupler;
Moy. ἀνοικίζομαι aller s’établir dans l’intérieur des terres.
Étymologie: ἀνά, οἰκίζω.