ἀντικαταλλαγή
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ἡ,
A exchange, τινὸς πρός τι Plu.2.49d, cf. PFlor. 47.15(iii A. D.); requital, Sch.Opp.H.2.687.
German (Pape)
[Seite 252] ἡ, die (gegenseitige) Vertauschung, τινὸς πρός τι Plut. discr. ad. et am. 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντικαταλλᾰγή: ἡ, ἀνταλλαγή, τινὸς πρός τι Πλούτ. 2. 49D.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
échange.
Étymologie: ἀντικαταλλάσσομαι.