ἀπεικονίζω
Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
English (LSJ)
(εἰκών)
A represent in a statue, AP12.56 (Mel.); express, ψυχῇ κάλλος ib.127 (Mel.); generally, represent, Porph.Sent.44:— Pass., to be modelled, Ph.1.106, al.; to be described, 1.561. 2 Med., reflect, symbolize, τὴν [τῶν ἀπορρήτων] δύναμιν Procl. in Alc. p.25 C., cf. Inst.209, Aristaenet.2.5.
German (Pape)
[Seite 283] = ἀπεικάζω, Mel. 11. 26 (XII, 56. 127); Philo.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπεικονίζω: μέλλ. -ίσω (εἰκών), ὡς τὸ ἀπεικάζω, παριστῶ ἐν εἰκόνι, αὑτὸν ἀπεικονίσας ἔπλασε Πραξιτέλην Ἀνθ. Π. 12. 56· ἐκφράζω, αὐτόθι 127: ― Παθ., τῆς μὲν εἰκόνος κατὰ θεὸν ἀπεικονισθείσης Φίλων 1.106, 154, καὶ ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
représenter une chose d’après une autre.
Étymologie: ἀπό, εἰκονίζω.