ἀποπορεία
From LSJ
νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
English (LSJ)
ἡ,
A return, πορεία καὶ ἀ., of machinery at work, Hero Aut.12.1. 2 departure, D.C.Fr.104.4, Agath.2.31, 3.23; retreat, Procop.Pers.1.23, al.
German (Pape)
[Seite 320] ἡ, der Abmarsch; die Rückkehr, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπορεία: ἡ, ἐπιστροφή, ἐπάνοδος, πορεία καὶ ἀποπορεία, ἐπὶ μηχανῆς ἐν ἐνεργείᾳ, Ἥρων. Αὐτομ. 255Β., «ἀποπορεία, ἡ ἀπαναχώρησις˙ ἐκκελεύσασθαι δὲ τοῖς ἑπομένοις οἰκέταις ἐπιταχῦναι τὴν ἀποπορείαν᾿, τὴν ἀποστροφήν, τὴν ἐπάνοδον. Προκόπιος (Περσ. 212) κτλ.» Σουΐδ.