ἀπόκλειστος
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
English (LSJ)
ον,
A shut off, enclosed, LXX 3 Ki.6.21.
German (Pape)
[Seite 307] verschlossen, abgesperrt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόκλειστος: -ον, ἀποκεκλεισμένος, Ἀκύλας Π. Δ.