ἀπόσφαγμα
From LSJ
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
English (LSJ)
ατος, τό,
A = ὑπόσφαγμα, Ael.NA1.34.
German (Pape)
[Seite 328] τό, σηπίας Ael. H. A. 1, 34, der beim Schlachten aufgefangene Sepiafast, sonst ὑπόσφαγμα.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόσφαγμα: -ατος, τό, = ὑπόσφαγμα, Αἰλ. περὶ Ζ. 1. 34.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
sang d’un animal égorgé.
Étymologie: ἀποσφάζω.