ὑπόσφαγμα
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
English (LSJ)
-ατος, τό,
A the blood of an animal mixed with various ingredients, like black-puddings, expld. by ὑπότριμμα, Erasistr. ap. Ath. 7.324a.
II a suffusion of blood in the eye from a blow, S.E.P.1.44, Gal.7.99, Cass.Pr.27; a compression-mark on the Arm. varia lectio
German (Pape)
[Seite 1234] τό, das von einem Tiere aufgefangene u. mit allerlei Zuthaten zu einem Gerichte zubereitete Blut, Ath. VII, 324 a. – Auch eine mit Blut unterlaufene Stelle, bes. eine Ergießung des Blutes ins Auge, S. Emp. pyrrh. 1, 101. – Der tintenartige Saft des Tintenfisches, Sepia, Hippon. 46 bei Ath. a. a. O.
Russian (Dvoretsky)
ὑπόσφαγμα: ατος τό кровоподтеки под глазами или кровоизлияние в глаза Sext.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόσφαγμα: τό, τὸ αἷμα τοῦ σφαζομένου ζῴου μεμιγμένον μετὰ διαφόρων ἀρτυμάτων εἰς ἔδεσμα, ἑρμηνευόμ. διὰ τοῦ ὑπότριμμα, Ἐρασίστρατος ἐν «Ὀψαρτικῷ» παρ’ Ἀθην. 324Α. ΙΙ. συσσώρευσις αἵματος εἰς τὸν ὀφθαλμὸν ἕνεκα κτυπήματος, μελάνωμα τοῦ ὀφθαλμοῦ, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 74. Γαλην. ΙΙΙ. τὸ μέλαν ὑγρὸν τῆς σηπίας, Λατ. sepia, Ἱππώνακτ. Ἀποσπ. 62· πρβλ. Foës. Oec. Hipp., καὶ ἴδε ἀπόσφαγμα.
Greek Monolingual
-άγματος, το / ὑπόσφαγμα, ΝΜΑ, και δ. γρφ. ὑπόσφιγμα, -ίγματος, Α
ιατρ. αιμάτωμα κάτω από τον βολβικό επιπεφυκότα
αρχ.
1. είδος φαγητού από αίμα σφαγμένου ζώου, αναμεμιγμένο με διάφορα άλλα αρτύματα
2. το μελάνι της σουπιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + σφάγμα (< σφάζω)].