ἀποσταδόν
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
English (LSJ)
Adv., (ἀφίσταμαι)
A from afar, Il.15.556. II ἀπόσταδον· δίκτυον μεμολυβδωμένον καὶ καλάμῳ περιεννημένον, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποστᾰδόν: ἐπίρρ. (ἀφίστημι) ἐκ διαστήματος, ἐξ ἀποστάσεως, Ἰλ. Ο. 556· προσέτι, ἀποσταδά Ὀδ. Ζ. 143.
French (Bailly abrégé)
c. ἀποσταδά.
Étymologie: ἀφίστημι.
English (Autenrieth)
and ἀπο-σταδά (ἵστημι): adv., standing at a distance, Il. 15.556 and Od. 6.143, 146.