ἀποψάλλω
From LSJ
Φερσεφόνας κυάνεος θάλαμος → dark chamber of Persephone
English (LSJ)
A pluck off, τρίχας Hsch.; ἀ. πάγην spring a trap that is set, Lyc.407; twang a string, Id.915; ἡγλῶττα ἀ. τὴν ἄκραν Ἀτθίδα rings out the purest Attic, metaph. from the lyre, Philostr.VS 2.1.7.
German (Pape)
[Seite 337] ausraufen. τρίχας Hesych.; πάγην, eine aufgestellte Schlinge loslassen, Lycophr. 407; βέλος, einen Pfeil fortschnellen, Id.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποψάλλω: μέλλ. -ψᾰλῶ, τίλλω, «ἀποψάλλειν τὰς τρίχας· τίλλειν ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν χορδῶν» Ἡσύχ.· ἐπὶ παγίδος, ἀπ. πάγην, ἐγγίζω, ψαύω τὸ ἐλατήριον παγίδος καὶ κάμνω αὐτὴν νὰ κλείσῃ, Λυκόφρ. 407· ἡ γλῶττα ἀποψάλλει τὴν ἄκραν Ἀτθίδα, ἀπηχεῖ τὴν καθαρωτάτην Ἀττικὴν διάλεκτον, μεταφορ. ἀπὸ τῆς λύρας, Φιλοστρ. 553.