ἀρκευθίς
From LSJ
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A juniper-berry, Hp.Nat.Mul.32, Thphr.Od.5 (prob. for -θος), Nic.Th.585, Plu.2.383e, Dsc.1.75. II = sq., Ps.-Dsc. 1.75.
German (Pape)
[Seite 353] ίδος, ἡ, Wachholderbeere, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρκευθίς: -ίδος, ἡ, ὁ καρπὸς τῆς ἀρκεύθου, Θεοφρ. π. Ὀσμ. 5 (Schneid.), Πλούτ. 2. 383D: ― ὅθεν, ἀρκευθιδίτης, ου, ὁ, κατασκευασμένος ἐξ ἀρκευθίδων, ἢ ὁ ἀρωματισθεὶς δι' αὐτῶν, οἶνος Διοσκ. 5. 46. 2) = τῷ ἑπ., Πλούτ. 2. 383Ε.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
graine de genièvre.
Étymologie: DELG emprunt.