ἀταραξία
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,
A impassiveness, calmness, Democr. ap. Stob.2.7.3i, Hp.Ep.12, Epicur.Ep.1p.30U., Phld.Oec.p.63 J., Cic.Fam.15.19.2, Hero Bel.71.2, Plu.2.101b, Plot. 1.4.1, etc.; prob. f.l. for ἀταξία in Hp.Praec.14.
German (Pape)
[Seite 383] ἡ, Leidenschaftslosigkeit, Gemüthsruhe, Hippocr.; Epicur. bei D. L. 10, 82; Herodian. 2, 1, 15.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτᾰραξία: Ἰων. -ίη, ἡ, ἀπάθεια, ψυχρότης, ἠρεμία, Δημόκρ. σ. 416 Mullach., Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 82, Πλούτ. 2. 101Β, κτλ.· ἐπί ἀσθενείας ἀντίθετον τῷ ταραχή, Ἱππ. 28. 45.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
absence de trouble, calme, tranquillité d’âme.
Étymologie: ἀ, ταράσσω.