ἀψάλακτος
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
English (LSJ)
[ψᾰ], ον,
A untouched, unhandled, S.Fr.550. 2 scot-free, Crates Com.46, Ar.Lys.275.
German (Pape)
[Seite 420] unberührt, Soph. frg. 495, Suid. erkl. ἄθικτος; ungerupft, Ar. Lys. 275. Bei B. A. p. 475 ἀψάλλακτος geschrieben.
Greek (Liddell-Scott)
ἀψάλακτος: [ᾰ], -ον, ἄψαυστος, ἄθικτος, ἀψηλάφητος, Σοφ. Ἀποσπ. 495, Κράτης ἐν Ἀδήλ. 11.
2) «ἀπαθής, ἀτιμώρητος» (Σχολ.) Ἀριστοφ. Λυσ. 275.