βάτης
From LSJ
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
English (LSJ)
ου, ὁ,
A one that treads or covers, expld. by πίθηκος, ἀναβάτης, Id.
German (Pape)
[Seite 439] ὁ, der Bespringer, Beschäler, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
βάτης: -ου, ὁ, (βαίνω) ὁ πατῶν ἢ βατεύων, Ἡσύχ.· -ἐντεῦθεν, βατήριον ἐς λέχος ἐλθεῖν, ὅ ε. εἰς ὀχείαν, Ψευδο-Φωκ. 175.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
reproducteur (cf. ἔβρος).
Étymologie: βαίνω Α.ΙΙ.4.