δεσποτικός

From LSJ
Revision as of 19:51, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεσποτικός Medium diacritics: δεσποτικός Low diacritics: δεσποτικός Capitals: ΔΕΣΠΟΤΙΚΟΣ
Transliteration A: despotikós Transliteration B: despotikos Transliteration C: despotikos Beta Code: despotiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for a master, συμφοραί misfortunes that befall one's master, X.Cyr.7.5.64; δίκαιον a master's right, Arist.EN134b8; ὑπομένειν τὴν δ. ἀρχήν Id.Pol.1285a22; ἡ δ., = δεσποτεία, ib.1259a37; τὸ δ. Pl.Lg.697c.    2 Imperial, νομισμάτια PFlor.95.10; κτήσεις PLond.2.234.1 (iv A. D.); νοτάριος ib.416.3.(iv A. D.).    II fitted to rule, ἀδικία-ώτερον δικαιοσύνης Pl.R.344c, etc.; inclined to tyranny, despotic, ὀλιγαρχία δ. Arist.Pol.1306b3; δῆμος ib.1292a16; of persons, tyrannical, Phld.Ir.p.50 W. Adv. -κῶς, βουλεύεσθαι Isoc.4.104; ἄρχειν Arist.Pol.1295a16: Comp. -ωτέρως Id.Ath.24.2.    2 c. gen., exercising despotic power over, τινός X. Oec..13.5; ἐστὶ δὲ τυραννὶς μοναρχία δ. τῆς πολιτικῆς κοινωνίας Arist. Pol.1279b16; δ. τῶν βελτιόνων ib.1292a19.

German (Pape)

[Seite 551] 1) den Herrn betreffend, συμφοραί Xen. Cyr. 7, 5, 64; δίκαιον, das Recht des Herrn, Arist. Eth. Nic. 5, 6. – 2) zur Herrschaft geeignet, τῶν ἀνθρώπων, über die Menschen, Xen. oec. 13, 5; herrisch, gebieterisch, despotisch, Ggstz τὸ ἐλεύθερον Plat. Legg. III, 697 c; δεσποτικώτερον ἀδικία δικαιοσύνης Rep. I, 344 c; δεσποτικῶς διακεῖσθαι Dem. 17, 17 ἄδχειν Pol. 10, 36.

Greek (Liddell-Scott)

δεσποτικός: -ή, -όν, ὁ τοῦ δεσπότου, ἀνήκων ἢ κατάλληλος εἰς δεσπότην ἢ κύριον, δεσποτικαὶ συμφοραί, δυστυχίαι καταλαμβάνουσαι τὸν κύριόν τινος, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 64· δ. δίκαιον, τὸ δίκαιον τοῦ κυρίου, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 6, 8· ὑπομένειν τὴν δ. ἀρχὴν ὁ αὐτ. Πολ. 3. 14, 6· ἡ δ. = δεσποτεία, ὁ αὐτ. 1. 3, 2· οὕτω, τὸ δ. Πλάτ. Νόμ. 697C. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἔχων κλίσιν πρὸς δεσποτείαν, τυραννικός, ὁ αὐτ. Πολιτ. 344C, κτλ.· ὀλιγαρχία δ. Ἀριστ. Πολ. 5. 6, 16· δῆμος αὐτόθι 4. 4, 27, κτλ. – Ἐπιρρ. –κῶς, Ἰσοκρ. 62C, Ἀριστ. Πολ. 4. 10, 3. 2) μετὰ γεν., ἐξασκῶ δεσποτικὴν ἐξουσίαν ἐπί τινος, τινος ὁ αὐτ. Οἰκ. 13. 5· οὕτως, ἐστὶ δὲ τυραννὶς μοναρχία δ. τῆς πολιτικῆς κοινωνίας ὁ αὐτ. Πολ. 3. 8, 2, πρβλ. 4. 4, 28.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui concerne un maître, du maître;
2 qui exerce un pouvoir absolu sur, gén.;
3 enclin à un pouvoir absolu, despotique.
Étymologie: δεσπότης.