διακορέω
From LSJ
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
English (LSJ)
= foreg., Luc.Tox.25:—Pass., Ael.NA11.16.
German (Pape)
[Seite 583] dasselbe, Luc. D. mar. 13, 1; διεκόρη. σας τὴν παῖδα Ael. H. N. 11, 16.
Greek (Liddell-Scott)
διακορέω: (κόρη) διαφθείρω κόρην, διαπαρθενεύω, Λουκ. Δ. Ἐναλ. 13. 1.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
violer une jeune fille.
Étymologie: διά, κόρη.
Syn. διαπαρθενεύω.