δικαιοπραγέω
From LSJ
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
English (LSJ)
A act honestly, Arist.EN1135a16, PTeb.183 (ii B. C.), Ceb.41, Plu.Sol.5, Sallust.19, etc.; τὰ μεγάλα Jason ap.Plu.2.135f; πρός τινα Arist.Rh.1373b22.
German (Pape)
[Seite 626] gerecht handeln, im Ggstz von ἀδικεῖν, Arist. rhet. 1, 23 Eth. 1, 8, 12 u. öfter, wie Sp., z. B. Plut. πρός τινα, sol. anim. 6, entgeggstzt παρανομεῖν. Sol. 5.
Greek (Liddell-Scott)
δῐκαιοπρᾱγέω: τὰ δίκαια πράττω, ἀσκῶ δικαιοσύνην, Ἀριστ. Ρητ. 1. 13, 3, Ἠθ. Ν. 5. 9, 2.