δικτάτωρ
From LSJ
τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses
English (LSJ)
[ᾱ], ορος or ωρος, ὁ, Lat.
A dictator, Plb.3.87.7, etc.: hence δικτᾱτωρ-εία, ἡ, the dictatorship, D.H.6.22 (δι-ία, Plu.Fab.3):
German (Pape)
[Seite 630] ορος, ὁ, der röm. Dictator, Pol. 3, 87 u. A. Bei D. Hal. 5, 73 u. öfter gen. δικτάτωρος.
Greek (Liddell-Scott)
δικτάτωρ: [ᾱ], ωρος, ὁ, ὁ παρὰ Ρωμαίοις dictator, Πολύβ. 3. 87, 7, κτλ.· ―δικτᾱτωρεύω, εἶμαι δικτάτωρ, Δίων Κ. 43. 1. δικτᾱτωρεία, ἡ, τὸ ἀξίωμα τοῦ δικτάτωρος, Διον. Ἁλ. 6. 22· ἢ -ία Πλούτ. Φαβ. 3. ― Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 134 κἑξ.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
= lat. dictator, dictateur à Rome.