δοξαστός

From LSJ
Revision as of 19:30, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δοξαστός Medium diacritics: δοξαστός Low diacritics: δοξαστός Capitals: ΔΟΞΑΣΤΟΣ
Transliteration A: doxastós Transliteration B: doxastos Transliteration C: doksastos Beta Code: docasto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A matter of opinion, conjectural, opp. νοητός, Pl.R.534a, Plu.2.1114c; opp. γνωστός, Pl.R.478b, etc.; opp. ἐπιστητός, Arist.APo. 88b30; opp. ὁρατός, δ. θεός Plu.2.756d; συλλαβὰς . . ἀληθεῖ δόξῃ δοξαστάς Pl.Tht.202b; τροφὴ δοξαστή food of opinion, Id.Phdr.248b. Adv. -τῶς S.E.M.2.53.    II glorified, LXX De.26.19; held in honour, prob. in Hp.Decent.18.

German (Pape)

[Seite 657] vorstellbar, Plat. Rep. V, 578 b u. A. – berühmt, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

δοξαστός: -ή, -όν, ἀντικείμενον δοξασίας, εἰκασίας, κατ’ εἰκασίαν γινωσκόμενος, ἀντίθ. νοητός, Παρμεν. παρὰ Πλουτ. 2. 1114C, Πλάτ. Πολ. 534Α· ἀντίθ. γνωστός, αὐτόθι 478Β, κτλ.· τροφὴ δοξαστή, συνισταμένη εἰς ἰδέας, ὁ αὐτ. Φαίδρ. 248Β· πρβλ. δόξα Ι. 2.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
sur qui ou sur quoi l’on se fait une opinion.
Étymologie: δοξάζω.