δυσμαθία
From LSJ
πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out
English (LSJ)
ἡ,
A slowness at learning, ib. 618d (pl.), Lg.812e, etc.:—written δυσμᾰθ-μάθεια, Id.Ep.315c, Iamb.VP20.95.
German (Pape)
[Seite 683] ἡ, Ungelehrigkeit, ἡσυχῆ καὶ βραδέως μανθάνειν, Plat. Charm. 159 e; öfter, auch plur., Rep. X, 618 d.
Greek (Liddell-Scott)
δυσμᾰθία: ἡ, ἡ περὶ τὸ μανθάνειν βραδύτης, Πλάτ. Πολ. 618D, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 difficulté pour apprendre;
2 lenteur d’esprit.
Étymologie: δυσμαθής.