δυσηνίαστος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A hard to bridle, Tim.Gaz.124.11.
German (Pape)
[Seite 680] schwer zu zügeln, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δυσηνίαστος: -ον, δυσχαλίνωτος, δυσάγωγος, δυσπειθής. ― Ἐπίρρ. -τως, Συνέσ. 195Α.
Full diacritics: δῠσηνίαστος | Medium diacritics: δυσηνίαστος | Low diacritics: δυσηνίαστος | Capitals: ΔΥΣΗΝΙΑΣΤΟΣ |
Transliteration A: dysēníastos | Transliteration B: dysēniastos | Transliteration C: dysiniastos | Beta Code: dushni/astos |
ον,
A hard to bridle, Tim.Gaz.124.11.
[Seite 680] schwer zu zügeln, Sp.
δυσηνίαστος: -ον, δυσχαλίνωτος, δυσάγωγος, δυσπειθής. ― Ἐπίρρ. -τως, Συνέσ. 195Α.