δυσκατάσβεστος
From LSJ
διαφέρει δὲ ἡ κωμῳδία τῆς τραγῳδίας, ὅτι ἡ μὲν κωμῳδία ἀπὸ γέλωτος εἰς γέλωτα καταλήγει, ἡ δὲ τραγῳδία ἀπὸ θρήνου εἰς θρῆνον → comedy is different from tragedy, because comedy tapers off from laughter into laughter, but tragedy from lament into lament
English (LSJ)
ον,
A hard to extinguish, D.S.4.54, Plu.2.417b.
German (Pape)
[Seite 682] schwer zu löschen, zu stillen, Plut. Def. orac. 12 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δυσκατάσβεστος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ κατασβέσῃ τις, Διόδ. 4. 54, Πλούτ. 2. 417Β.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à éteindre.
Étymologie: δυσ-, κατασβέννυμι.