ἐγκαταπήγνυμι
οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ → good is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity
English (LSJ)
A thrust firmly in, ξίφος . . κουλεῷ ἐγκατέπηξ' Od.11.98; ἐν δὲ σκόλοπας κατέπηξεν planted or fixed them in, Il.9.350; τὴν κεφαλὴν δόρατι ἐ. having fixed it on, Hdn.1.13.4. 2 sheathe, ξίφος Plu.2.313e.
German (Pape)
[Seite 706] (s. πήγνυμι), fest hineinstoßen; ξίφος κουλεῷ Od. 11, 98; Sp.; κεφαλὴν δόρατι, den Kopf auf den Speer stecken, Hdn. 1, 13; abs., ἐγκαταπήγνυσι τὸ ξίφος, läßt das Schwert in der Wunde stecken, Plut. parall. 33.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκαταπήγνυμι: μέλλ. -πήξω, ἐντίθημι, ξίφος... κουλεῷ ἐγκατέπηξ’ Ὀδ. Λ. 98· ἐν δὲ σκόλοπας κατέπηξεν, ἐνέπηξεν, ἐστερέωσεν αὐτούς, Ἰλ. Ι. 350· τὴν κεφαλὴν δόρατι ἐγκαταπήξας, ἐμπήξας αὐτὴν ἐπὶ δόρατος, Ἡρωδιαν. 1. 13.
French (Bailly abrégé)
ao. ἐγκατέπηξα;
ficher dans, enfoncer dans : ξίφος κουλεῷ ἐγκ. OD ou abs. ἐγκ. τὸ ξίφος PLUT remettre un glaive au fourreau.
Étymologie: ἐν, καταπήγνυμι.