εἰδοποιέω
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
A endue with form, εἰ. ἕκαστα καὶ σχηματίζειν Chrysipp.Stoic.2.148; τὸν βίον Plu.Alex.1; αὑτοὺς εἰς ἀνθρώπους, of the gods, Hld.3.13; ἰδέαι εἰ. ἕκαστα τῶν ὄντων Ph.2.219; characterize, αἵρεσιν Gal.1.161:—Pass., Ph.2.261, Corn.ND6, Plot.1.8.5, al., Syrian. in Metaph.8.13, etc.: c. acc., ἀριθμὸς τὴν ἐπ' ἄπειρον προχώρησιν -ούμενος fashioned into the pattern of an infinite progression, Theol.Ar.34: c. dat., to be characterized by, Asp.in EN87.5. II portray, describe, τινά Callistr.Stat.8. 2 add specific detail to, γραφήν Str.15.1.14 (prob.).
German (Pape)
[Seite 723] ein Bild von Etwas machen, abbilden, darstellen; καὶ σχηματίζειν, τὸν βίον, Plut. Alex 1; a. Sp.; – αἱ εἰδοποιοῦσαι διαφοραί, die specifischen, Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
εἰδοποιέω: δίδω εἴς τι μορφήν, ἀπεικονίζω, παριστῶ ὡς ἐν εἰκόνι, εἰδοποιεῖν τὸν ἑκάστου βίον Πλουτ. Ἀλέξ. 1, Ἡλιόδ. 3. 13, κτλ.· παρομοιάζω, εἰδ. τινα πρός τινα Κύριλλ.· - αἱ εἰδοποιοῦσαι διαφοραὶ = αἱ εἰδοποιοί, Κλήμ. Ἀλ. 925.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 donner une forme à, modeler, acc.;
2 spécifier.
Étymologie: εἰδοποιός.