εἰσφέρω

Revision as of 19:53, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

fut.

   A εἰσοίσω E.Ba.367 : aor. I εἰσήνεγκα Archil.78.2 (s.v.l.) : pf. εἰσενήνοχα D.27.36 : plpf. -όχειν Id.24.19 :—carry in, εἴσω Od.7.6 ; ἐς. ἀγγελίας Hdt.1.114 ; ἐς τὠυτὸ ἐς. Id.9.70 ; τινὰ εἰς τὸ λογιστήριον PAmh.2.77.22 (ii A.D.).    2 bring in, contribute, τῖμον Archil.l.c.; χρήματα X.Hier.9.7, Plu.Publ.12; εἰ. τινὶ ἔρανον Pl.Smp.177c, cf. X.Cyr.7.1.12 ; at Athens, etc., pay the propertytax (v. εἰσφορά II), ἐς. ἐσφοράν Th.3.19, etc. ; εἰσφοράς Antipho 2.2.12, Lys.18.7 : and abs., εἰ. εἰς τὴν πόλιν D.27.36 ; εἰ. ἀφ' ὑπαρχούσης οὐσίας Id.21.157.    3 bring in or upon, πένθος δόμοις E.Ba.367 ; νόσον καινὴν γυναιξί ib.353 ; πόλεμον Ἑλλήνων χθονί Id.Hel.38 ; δειλίαν ἐσφέρει τοῖς ἀλκίμοισι brings cowardice into the brave, Id.Supp. 540.    4 introduce, καινὰ δαιμόνια X.Mem.1.1.2 ; ψεῦδος Plb.2.58.12 ; esp. of political measures, bring forward, propose, γνώμην Hdt.3.80 ; γνώμην ἐς τὸν δῆμον Th.8.67 ; εἰ. νόμον,=Lat. legem rogare, D.23.218, 24.19; ψηφίσματα IG22.1329.10 ; τιμάς ib.1343.29 : abs., ἐς. ἐς τὰς βουλὰς περί τινος Th.5.38 ; εἰς τοὺς νομοφύλακας Pl.Lg.772c ; τὴν δὲ βουλὴν εἰσενεγκεῖν, ὅτῳ τρόπῳ.. X.HG1.7.7 :—Pass., τὰ εἰσφερόμενα [ψηφίσματα] Arist. Pol.1298b33.    b of persons, propose, nominate, Pl.Lg.961b :—Pass., ibid. ; τοὺς -ομένους ὑπὸ τῶν ὑπάτων πρεσβευτάς Plb.35.4.5.    II Med., fut. ἐσοίσομαι E.Hel.664 (lyr.): lon. aor. I ἐσενείκασθαι Hdt. (v. infr.) : pf. Pass. εἰσενήνεγμαι (v. infr.) :—carry with one, sweep along, of a river, Il.11.495.    2 bring in for oneself, τὰ ἐκ τῶν ἀγρῶν ἐς τὸ τεῖχος Hdt.5.34, cf. Th.5.115 :—so in Pass., σῖτον ἐσενηνεῖχθαι or -έχθαι Hdt.9.41.    3 bring in with one, introduce, τοὔνομα ἐς τὴν ποίησιν Id.2.23 ; πῶμ' ηὗρε κεἰσηνέγκατο θνητοῖς E.Ba.279 ; [λόγον] ἐσφέρεσθαι to utter it, Id.Hel.664 (lyr.) ; ν' μνᾶς εἰς τὸν οἶκον εἰσενηνεγμένη having brought 50 minae as a dowry into the family, D.27.4, cf.41.4 ; προῖκα εἰσενεγκαμένῃ Thphr. Char.22.10.    4 contribute, εἰσενήνεκται.. οὐκ ἔλαττον μ' μνῶν Lys.19.43, cf. Michel473.9 (Mylasa, ii B.C.) ; apply, employ, πᾶσαν εἰ. σπουδὴν καὶ φιλοτιμίαν Plb.21.29.12, cf. Chrysipp.Stoic.2.293, IG22.1343.23, Inscr.Prien. 111.126 (i B.C.), D.S.1.84 ; ἀνδρείαν Onos.4.2; θάρσος J.AJ18.8.5 ; ἰσχύν ib.17.5.6 ; φιλονεικίαν Ael.VH12.64.    5 like προσφέρεσθαι, eat, Hp.VM3, Ant. Lib.11.1 ; drink water, Arist.GA767a32.    6 draw breath, Id.Somn.Vig.456a17.    IIIPass., to be brought in, introduced, ἐσενειχθέντος σιδηρίου Hdt.9.37.    2 rush in, ἐς τὴν ὕλην Th.3.98.

German (Pape)

[Seite 746] (s. φέρω), hineintragen, -bringen; εἴσω, Od. 7, 6; Xen. Hell. 5, 1, 21; πένθος εἰσοίσει δόμοις Eur. Bacch. 367; πόλεμον χθονί Hel. 38; νόσον γυναιξί Bacch. 353; pass., Xen. Conv. 2, 11; ἐς τὴν ὕλην ἐςφερόμενοι, in den Wald gerathend, Thuc. 3, 98; einführen, νέον τι, = καινοτομέω, Plat. Legg. VII, 797 b; εἰς τοὺς ἄλλους XII, 961 b; λόγους καινούς Eur. Bacch. 650; vgl. Pol. 2, 58, 12; καινὰ δαιμόνια Xen. Mem. 1, 1; vgl. Eur. Bacch. 256. Von Speisen, auftragen, Comici. Von den Bienen, eintragen, Xen. Oec. 7, 3. – Bes. – a) von Abgaben u. dgl., beitragen, beisteuern, χρήματα, εἰσφοράς, ἔρανον, Plat. Rep. VIII, 551 e 568 d Conv. 177 c; vgl. Xen. Cyr. 7, 1, 12; Dem. 53, 8; ἀπό τινος χρήματα, Lys. 18, 21; Dem. 21, 157; ὅσον εἰς τὴν πόλιν εἰσενηνόχασι 27, 36; ἐςφορὰν διακόσια τάλαντα Thuc. 3, 19; τὴν οὐσίαν πᾶσαν Arist. Pol. 5, 11; auch τινὶ εἴς τι, Einem einen Beitrag wozu leisten, Dem. 53, 7; allgemeiner, πολλὰ κἀγαθὰ ἀλλήλοις εἰσενεγκεῖν Xen. Cyr. 7, 1, 12. – b) eine Meinung vorbringen, ein Gesetz vorschlagen; γνώμην Her. 3, 80; absolut, οὐκέτι εἰσήνεγκαν περὶ Ἀργείων εἰς τὰς βουλάς Thuc. 5, 38; vgl. 8, 67; ἡ βουλὴ ἐς τὴν ἐκκλησίαν εἰσήνεγκε τὴν ἑαυτῆς γνώμην Xen. Hell. 1, 7, 9. wie εἰς τὸν δῆμον 26; νόμον Dem. 24, 1; παρὰ ταῦτα νόμον εἰσενηνόχει ib. 19; worauf νόμισμα παράσημον εἰσφ. 24, 213 eine Anspielung enthält; δόγμα Aesch. 3, 116; τὶ πρὸς τὸν δῆμον Arist. Pol. 2, 9; sc. δίκην, einen Proceß einleiten, Dem. 23, 28. – c) Bericht erstatten; ἀγγελίας Her. 1, 114. 3, 77; absolut, εἰς τοὺς νομοφύλακας Plat. Legg. VI, 772 c; ψεῦδος Pol. 2, 58, 12. – Med., ποταμὸς πολλὰς δρῦς εἰσφέρεται, reißt in sich hinein, Il. 11, 495; für sich einbringen, σῖτον Thuc. 5, 115, wie εἰσενείκαντο τὰ ἐκ τῶν ἀγρῶν ἐς τὸ τεῖχος Her. 5, 34; εἰς τὸν οἶκον εἰσενεγκαμένη, von der Mitgift, Dem. 27, 4; allgemein, ἅπερ ἦν εἰς τὴν οὐσίαν εἰσενηνεγμένος 41, 4; – einführen, ἐς τὴν ποίησιν ἐςενείκασθαι Her. 2, 23. Bei Pol. u. Sp. oft übertr., σπουδήν, an den Tag legen, beweisen, Pol. 22, 12; D. Sic. 1, 84; ἐν λόγοις ἡδονήν Pol. 5, 74, 9 u. ä.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσφέρω: μέλλ. εἰσοίσω: ἀόρ. α΄ εἰσήνεγκα: πρκμ. εἰσενήνοχα Ἀρχίλ. 64: ὑπερσυντ. -όχειν Δημ. 825. 3., 705. 26. Φέρω ἐντός, ἐσθῆτά τε ἔσφερον εἴσω Ὀδ. Η. 6· ἐσφ. ἀγγελίας Ἡρόδ. 1. 114· ἐς τωὐτὸ ἐσφ. ὁ αὐτ. 9. 70. 2) συνεισφέρω, τῖμον εἰσενεγκὼν Ἀρχίλ. 78. 1, χρήματα Ξεν. Ἱέρ. 9. 7, Ρήτορες· εἰσφ. τινί τι, κυρίως ἐπὶ ἐράνων, Πλάτ. Συμπ. 177C, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 12, Δημ., κτλ.: - Ἐν Ἀθήναις, ἀποτίνω τὴν εἰσφοράν, (ἴδε τὴν λέξιν εἰσφορὰ ΙΙ), ἐσφ. ἐσφορὰν Θουκ. 3. 19, κτλ.· εἰσφορὰς Ἀντιφῶν 117. 33, Λυσ. 150. 1· καὶ ἀπολ., εἰσφ. εἰς τὴν πόλιν Δημ. 825. 3· εἰσφ. ἀπὸ τῶν ὑπαρχόντων ὁ αὐτ. 565. 15· οὕτως, ἀγαθὰ ἀλλήλοις εἰσφ. Ξεν. Κύρ. 7. 1, 12. 3) ἐπιφέρω, προξενῶ, (παθήματα) εἴς τινα, πένθος εἰσφ. δόμοις Εὐρ. Βάκχ. 367· νόσον γυναιξὶ αὐτόθι 353· πόλεμόν τινι ὁ αὐτ. Ἑλ. 38· δειλίαν ἐσφέρει τοῖς ἀλκίμοισι, προξενεῖ δειλίαν εἰς τοὺς θαρραλέους, τοὺς γενναίους, ὁ αὐτ. Ἱκ. 540. 4) εἰσάγω, προτείνω, γνώμην Ἡρόδ. 3. 80· γνώμην ἐσφ. ἐς τὸν δῆμον Θουκ. 8. 67· εἰσφ. νόμον, Λατ. legem rogare, Δημ. 692. 26., 705. 26: - ἀπολ. ὡς τὸ Λατ. referre ad senatum, εἰσφ. εἰς τὴν βουλὴν περί τινος Θουκ. 5. 38, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 772C, 961B· τὴν δὲ βουλὴν εἰσενεγκεῖν, ὅτῳ τρόπῳ... Ξεν. Ἑλλ. 1. 7, 7: - Παθ. τὰ εἰσφερόμενα ψηφίσματα Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 14, 15. ΙΙ. Μέσ., μετὰ παθ. πρκμ., εἰσενήνεγμαι (ἴδε κατωτ.): - φέρω μετ’ ἐμαυτοῦ, παρασύρω, παραφέρω, Ἰλ. Λ. 495. 2) εἰσφέρω δι’ ἐμαυτόν, εἰσκομίζω, Ἡρόδ. 5. 34, Θουκ. 5. 115, κτλ. 3) εἰσάγω, ἐς τὴν ποίησιν Ἡρόδ. 2. 23· πῶμ’ εὗρε κεἰσηνέγκατο Εὐρ. Βάκχ. 279· λόγον ἐσφέρεσθαι, προφέρειν, κοινολογεῖν, λέγειν, ὁ αὐτ. Ἑλ. 664· ν΄ μνᾶς εἰς τὸν οἶκον εἰσενηνεγμένη, εἰσκομίσασα μεθ’ ἑαυτῆς 50 μνᾶς ὡς προῖκα εἰς τὴν οἰκογένειαν, Δημ. 884. 12, πρβλ. 1029. 9· προῖκα εἰσενεγκαμένη Θεοφρ. Χαρ. 22· πρβλ. ἐπιφέρω ΙΙ. 1. 4) συνεισφέρω, εἰσενήνεκται... οὐκ ἔλαττον μ΄ μνῶν· καταβάλλω, πᾶσαν εἰσεφέρετο σπουδὴν καὶ φιλοτιμίαν Πολύβ. 22. 12, 12· προξενῶ, πολλὴν ἐσεφέρετο φιλινικίαν Αἰλ. Π. Ἱστ. 12. 64. 5) ὡς τὸ προσφέρομαι, ἐσθίω, τρώγω, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 19, κτλ. ΙΙΙ. παθ., εἰσάγομαι, Ἡρόδ. 9. 37, 41. 2) εἰσορμῶ, ὡς τὸ εἰσπίπτω, Θουκ. 3. 98.

French (Bailly abrégé)

f. εἰσοίσω, ao.2 εἰσήνεγκον, etc.
1 porter dans, apporter, amener : τινὰς ἐς ναῦς XÉN embarquer des hommes (prisonniers) sur des navires ; χρήματα εἰς τὸν πόλεμον PLUT contribuer aux frais de la guerre ; πολλὰ κἀγαθὰ ἀλλήλοις εἰσενεγκεῖν XÉN se rendre mutuellement de nombreux et importants services;
2 fig. introduire : καινὰ δαιμόνια XÉN des divinités nouvelles ; γνώμην HDT produire un avis ; ἐσφέρειν περί τινος ἐς τὰς βουλάς THC proposer une résolution au sujet de qqn devant le Conseil ; νόμον DÉM proposer une loi;
Moy. εἰσφέρομαι (f. εἰσοίσομαι, ao. εἰσηνεγκάμην, etc.);
I. intr. se porter : ἐς ὕλην THC dans un bois;
II. tr. 1 porter dans, emporter : ποταμὸς δρῦς εἰσφέρεται IL le fleuve emporte des chênes dans son cours;
2 introduire pour soi, acc.;
3 appliquer à, apporter : φιλονεικίαν ÉL montrer du zèle pour rivaliser.
Étymologie: εἰς, φέρω.