ἐκκηρύσσω
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
English (LSJ)
Att. ἐκκηρύττω,
A proclaim by voice of herald:—Pass., νέκυν ἀστοῖσί φασιν ἐκκεκηρῦχθαι τὸ μὴ τάφῳ καλύψαι S.Ant.27, cf. 203. II banish by proclamation, Hdt.3.148, Plb.4.21.8, D.S.14.97 ; τῆς πόλεως, ἐκ τῆς πόλεως, Aeschin.3.258, Lys.12.3 :—Pass., ἐκ τοῦ γένους ἐκκεκηρῦχθχι Pl.Lg.929b ; ἐξεκηρύχθην φυγάς S.OC430. 2 cashier, 'drum out' of the army, prob. in Arist.Ath.61.2.
German (Pape)
[Seite 762] durch den Herold laut ausrufen lassen, einen Befehl; νέκυν ἀστοῖσί φασιν ἐκκεκηρῦχθαι τὸ μὴ τάφῳ καλύψαι Soph. Ant. 27, vgl. 203; bes. so aus der Stadt od. dem Lande verbannen; κἀξεκηρύχθην φυγάς O. C. 431; τινά, Her. 3, 148; Lys. 3, 45; ἐκ τῆς πόλεως 12, 35; πανταχόθεν ib. 97; ἐκ τοῦ γένους, ausstoßen, Plat. Legg. XI, 929 b; τῆς πόλεως Aesch. 3, 258; τοῦ Ἑλληνικοῦ Luc. pseudol. 11.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκηρύσσω: Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω: ― προκηρύσσω διὰ κήρυκος, παθ., νέκυν ἀστοῖσί φασιν ἐκκεκηρῦχθαι τὸ μὴ τάφῳ καλύψαι Σοφ. Ἀντ. 27, πρβλ. 203. ΙΙ. ἐξορίζω διὰ προκηρύξεως, Ἡρόδ. 3. 148· τῆς πόλεως, ἐκ τῆς πόλεως Αἰσχίν. 19. 26, Λυσ. 123. 23· ἐκ τοῦ γένους Πλάτ. Νόμ. 929Β. ― Παθ., ἐξεκηρύχθην φυγὰς Σοφ. Ο. Κ. 430. 2) ἀποκλείω τῆς κοινωνίας, ἀφορίζω, Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
1 faire annoncer par la voix du héraut : κἀξεκηρύχθην φυγάς SOPH et je fus, par la voix du héraut, proclamé banni;
2 faire proclamer par un héraut le bannissement : τινα de qqn.
Étymologie: ἐκ, κηρύσσω.