ἐκλάμπω

From LSJ
Revision as of 19:46, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

τὸ δ' ἐξαίφνης τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν → suddenly refers to what has departed from its former condition in a time imperceptible because of its smallness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκλάμπω Medium diacritics: ἐκλάμπω Low diacritics: εκλάμπω Capitals: ΕΚΛΑΜΠΩ
Transliteration A: eklámpō Transliteration B: eklampō Transliteration C: eklampo Beta Code: e)kla/mpw

English (LSJ)

   A shine or beam forth, Hdt.6.82, A.Pr.1083 (anap.); ὅπλα ὥστε κάτοπτρον ἐξέλαμπεν X.Cyr.7.1.2, etc.; ὀμμάτων ἐ. πόθος APl. 4.182 (Leon.); ὥσπερ ἀστραπήν Hp.Epid.7.88; πῦρ ἐκ λίθων ἐ. Arist. HA516b11 : metaph., δίκας δ' ἐξέλαμψε θεῖον φάος Trag.Adesp.500; ὥσπερ ἐκ πυρείων ἐ. Pl.R.435a; ἐξ. ἡ δόξα Plb.31.23.2 ; of persons, Ph.1.326, al.; burst forth violently, of a fever, Hp.VM16 ; of sound, to be clearly heard, [ἐκ τῆς κραυγῆς] ἐξέλαμψε τὸ καλεῖν τὸν βασιλέα Plb.15.31.1.    2 to be distinguished, δι' εὐφυΐαν Plu.Cic.2; τῶν ἄλλων Lib.Or.62.37.    II c. acc. cogn., flash forth, πυρωπὸν γλῆνος ἐκλάμψαν φλόγα A.Fr.300.4; σέλας dub.l.in E.Fr.330, cf. Lyc.1091 ; πῦρ App.Syr.56, cf. BiasFr.Lyr.: metaph., νοῦς ἐ. αἰσθήσεις Ph.1.72 ; ἀπὸ τοῦ ἑνὸς ὁ θεὸς ἑαυτὸν ἐξέλαμψε Iamb.Myst.8.2.    III Astrol.,=διαυγάζω 111, PLond.1.132.95 (i/ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 766] hervorleuchten, -strahlen; Aesch. Prom. 1085; ἐξέλαμψε τὸ τῆς φύσεως δίκαιον Plat. Gorg. 484 a; τὰ Κύρου ὅπλα ὥσπερ κάτοπτρον ἐξέλαμπεν Xen. Cyr. 7, 1, 2; ἔσβεσεν ἐκλάμψας ἀστέρας ἠέλιος Hel. 35 (XII, 59); ἐκ λίθων πῦρ Arist. H. A. 3, 7; ὀμμάτων πόθος Leon. Tar. 41 (Plan. 182); übertr., ἐκ τῆς κραυγῆς μάλιστα ἐξέλαμψε τὸ καλεῖν τὸν βασιλέα Pol. 15, 31, 1; δι' εὐφυΐαν ἐκλάμψας Plut. Cic. 2; δόξα, Pol. oft, wie a. Sp. – Trans., leuchten lassen, anzünden, σέλας Eur. frg., wie Lycophr. 1091; πῦρ App. Syr. 56.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκλάμπω: ἐκπέμπω λάμψιν, ἀκτινοβολῶ, Ἡρόδ. 6. 82, Αἰσχύλ. Πρ. 1083, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 2, κτλ.· ἐπὶ ἀστραπῆς, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 304: - μεταφ., δίκας δ’ ἐξέλαμψεν ὅσιον φάος Σοφ. Ἀποσπ. 11, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 435Α, κτλ.: βιβαίως, μετὰ σφοδρότητος ἐμφανίζομαι, ἐπὶ πυρετοῦ, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 15· - ἐπὶ ἤχου, λαμπρῶς, καθαρῶς ἀκούομαι, ἐκ τῆς κραυγῆς ἐξέλαμψε τὸ καλεῖν τὸν βασιλέα Πολύβ. 15. 31, 1. ΙΙ. μετὰ συστοίχ. αἰτ., ἀστράπτω, λάμπω, σέλας Εὐρ.· Ἀποσπ. 332, πρβλ. Βίαντα ἐν Bgk. Λυρ. σ. 757· ἀνάπτω, πῦρ Ἀππ. Συρ. 56, πρβλ. Λυκόφρ. 1091.

French (Bailly abrégé)

I. intr. 1 sortir en brillant de;
2 p. ext. briller tout à coup, éclater ; fig. devenir éclatant, briller;
II. tr. faire briller, allumer.
Étymologie: ἐκ, λάμπω.