ἐκλευκαίνω

From LSJ
Revision as of 19:25, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκλευκαίνω Medium diacritics: ἐκλευκαίνω Low diacritics: εκλευκαίνω Capitals: ΕΚΛΕΥΚΑΙΝΩ
Transliteration A: ekleukaínō Transliteration B: ekleukainō Transliteration C: eklefkaino Beta Code: e)kleukai/nw

English (LSJ)

ῥόθια δ' ἐκλευκαίνετε

   A dash the white spray off the oar, E.IT1387.    II Pass., become quite white, Thphr.CP5.9.9, Thd. Da.12.10.

German (Pape)

[Seite 767] ganz weiß machen, Sp. – Pass., ganz weiß, bleich werden, Theophr. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκλευκαίνω: λάβεσθε κώπης ῥόθιά τ’ ἐκλευκαίνετε, πιάστε τὰ κουπιὰ καὶ κάμετε τὰ κύματα νὰ ἀσπρίσουν, Εὐρ. Ι. Τ. 1387· (τὸ χωρίον τοῦτο πολλὰ πράγματα παρέσχε τοῖς κριτικοῖς· ἡ παλαιὰ γραφὴ ἦτο: λάβεσθε κώπαις ῥόθιά τε λευκαίνετε, ἣν κατὰ διαφόρους τρόπους διώρθωσαν. Ἴδε σημ. Paley ἐν τόπῳ). ΙΙ. Παθ., γίνομαι κατάλευκος, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 9, 9.

French (Bailly abrégé)

faire blanchir ; Pass. devenir tout à fait blanc.
Étymologie: ἐκ, λευκαίνω.