ἐκπνέω
English (LSJ)
Ep. ἐκ-πνείω Q.S.1.349, impf. -είεσκον Id.13.148 : fut. -πνεύσομαι or -οῦμαι:—
A breathe out or forth, κεραυνὸς ἐκπνέων φλόγα A.Pr. 361 ; ἐ. ἀράς τινι E.Ph.876 ; ἐ. θυμόν Id.Ba.620 : abs., Emp.100.1, Pl.Phd.112b, Arist.HA492b6. 2 βίον ἐ. breathe one's last, expire, A.Ag.1493 (lyr.), E.Hel.142 ; ἐ. ψυχήν Id.Or.1163 ; alone, ὑφ' οὗ φονέως ἄρ' ἐξέπνευσας S.Aj.1026 ; πρός τινος E.HF886 (anap.) : abs., Id.Hyps.Fr.60i38, Parth.4.6 : metaph., lose power, Gp.15.1.28; lose lustre, of pearls, PHolm.10.18. 3 lose breath, of a runner, Arist.Rh.1409a32. II abs., cease blowing, become calm, [ὁ δῆμος] ἴσως ἂν ἐκπνεύσειε E.Or.700 ; τὰ κατὰ τὸν πόλεμον ἐκπέπνευκε καὶ λελώφηκεν Sch.Ar.Pax942. 2 blow out or outwards, of a wind, ἔσωθεν ἐ. Hdt.7.36 ; ἐκ τοῦ κόλπου Th.2.84, cf. 6.104 ; burst out, σμικροῦ νέφους..ἐκπνεύσας μέγας χειμών S.Aj.1148 ; but simply, blow, of wind, Arist.Mete.365a4, Pr.947a31.
German (Pape)
[Seite 774] (s. πνέω), aushauchen, ausathmen; πνεῦμα, Medic.; Ggstz von ἀναπνέω, Plat. Phaed. 112 b; βίον, sterben, Aesch. Ag. 1471; κεραυνὸς ἐκπνέων φλόγα, flammenschnaubend, flammend, Prom. 359; Eur. öfter, ψυχήν Or. 1163; ohne Zusatz, ὑφ' οὗ ἐξέπνευσας Soph. Ai. 1005, getödtet werden, wie Eur. Herc. Fur. 885 u. öfter; θυμόν, ἀράς, ausstoßen, Bacch. 620 Phoen. 876. – Vom Winde: woher wehen, ἐκ τοῦ κόλπου Thuc. 2, 84; absol., 6, 104; vgl. σμικροῦ νέφους τις ἐκπνεύσας χειμών, aus kleiner Wolke hervorbrechend, Soph. Ai. 1127; ausdampfen, schwächer werden, καὶ ἐκλύονται Arist. rhet. 3, 9; ἴσως ἂν ἐκπνεύσειεν ὁ δῆμος, dürfte ruhiger werden, Eur. Or. 699.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπνέω: Ἐπ. -πνείω, μέλλ. -πνεύσομαι ἢ -οῦμαι· - ἐξάγω πνοήν, ἐκπέμπω, πνεῦμα ἐκπν., ἀντίθετον τῷ ἀναπνέω καὶ ὥσπερ τῶν ἀναπνεόντων ἀεὶ ἐκπνεῖ τε καὶ ἀναπνεῖ ῥέον τὸ πνεῦμα, οὕτω κτλ., Πλάτ. Φαίδων 112Β, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 6, κ. ἀλλ.· κεραυνὸς ἐκπνέων φλόγα Αἰσχύλ. Πρ. 359· ἐκπν. ἀράς τινι Εὐρ. Φοίν. 876· ἐκπν., θυμὸν ὁ αὐτ. Βάκχ. 620, πρβλ. Ρήσ. 786. 2) βίον ἐκπν., πνεῖν τὸ ὕστατον, ἀποθνήσκειν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1493, Εὐρ. Ἑλ. 142· ἐκπν. ψυχὴν Εὐρ. Ὀρ. 1163· καὶ μόνον, ὑφ’ οὗ φονέως ἄρ’ ἐξέπνευσας Σοφ. Αἴ. 1026· πρός τινος Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 885· - ὡσαύτως, κόπτεται ἡ ἀναπνοή μου, ἐπὶ σταδιοδρομοῦντος, Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 2. ΙΙ. ἀπολ., παύομαι, φυσῶν, γίνομαι γαλήνιος, ὁ δῆμος ἴσως ἂν ἐκπνεύσειε Εὐρ. Ὀρ. 700· τὰ κατὰ τὸν πόλεμον ἐκπέπνευκε καὶ λελώφηκεν Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 942. 2) πνέω πρὸς τὰ ἔξω, ἐπὶ ἀνέμου, ἔσωθεν ἐκπν. Ἡρόδ. 7.36· ἐκ τοῦ κόλπου Θουκ. 2. 84, πρβλ. 6. 104· ἐκρήγνυμαι, ἐξορμῶ, ἐπέρχομαι, σμικροῦ… ἐκπνεύσας μέγας χειμὼν Σοφ. Αἴ. 1148.
French (Bailly abrégé)
1 exhaler un souffle, expirer ; ἐκπν. βίον exhaler sa vie, son souffle ; abs. expirer, mourir ; ἐκπν. ὑπό τινος SOPH rendre le souffle, càd mourir de la main de qqn;
2 en parl. du vent souffler de.
Étymologie: ἐκ, πνέω.