ἐνειλέω
κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind
English (LSJ)
A wrap in, τι ὀθονίῳ Dsc.5.72:—Med., τινὰ κακοῖσι Q.S. 14.294:—Pass., to be enwrapped, ἐν [τῇ γῇ] Arist.Mu.396a14; ἐν τῷ ἱματίῳ LXX 1 Ki.21.9(10); τῃ λεοντῇ Philostr.Her.12a.1; ῥάκεσι Artem.1.13; ἱστίοις δοράτια ἐνειλημένα Aen.Tact.29.6, cf. 31.7; φύλλοις Dsc.2.80. II metaph., engage, ἐνίων αὑτοὺς ἐνειληκότων οἰκονομίαις PTeb.24.62 (ii B.C.):—Pass., to be engaged, entangled in or with, τοῖς πολεμίοις Plu.Art.11; ὅπλοις Id.Brut.45; ὥσπερ θηρίον ταῖς πάντων χερσίν Id.Caes.66; ὥσπερ ἄρκυσιν ἐνειλημένους prob. for -λημμ-, J.BJ6.2.8; βρέφη-ημένα τὰς χεῖρας Artem.l.c.; come to blows with, PRyl.144.18 (i A.D.).
German (Pape)
[Seite 836] darin einwickeln, verwickeln; τοῖς πολεμίοις ἐνειλούμενος Plut. Artaz. 11, öfter, wie andere Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνειλέω: περιτυλίσσω ἐντός τινος. - Μέσ. φων., Κῆρες... πολέεσσί μ’ ἐνειλήσαντο κακοῖσι Κόϊντ. Σμυρν. 14. 294. - Παθ., ἐνειλοῦμαι, περικλείομαι, τὸ πνεῦμα... ἐνειλούμενον ἐν αὐτῇ (τῇ γῇ) Ἀριστ. π. Κόσμου 4. 32· περικαλύπτομαι, τῇ λεοντῇ Φιλόστρ. 719. ΙΙ. Παθ. ὡσαύτως, συμπλέκομαι, Κῦρον δὲ τοῖς πολεμίοις ἐνειλούμενον Πλουτ. Ἀρτοξ. 11· περιφέρομαι ἐν, τῶν αἰχμαλώτων τὸ μὲν δουλικὸν πλῆθος ἐνειλούμενον ὑπόπτως τοῖς ὅπλοις ἐκέλευσεν ἀναιρεθῆναι ὁ αὐτ. Βροῦτ. 45.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
envelopper dans, τινι.
Étymologie: ἐν, εἰλέομαι de εἰλέω.