ἔκρυσις
From LSJ
English (LSJ)
εως, ἡ,
A = ἔκροος II, Arist.Mete.351a5, IG11(2).144A73 ((ἐγρ-) Delos, iv/iii B.C.), Plb.4.39.8. II efflux, flooding, differing from τρωσμός (miscarriage), Hp.Septim.9, Arist.GA758b6 (pl.), HA583a25 (pl.). III ἔ. τριχῶν loss of hair, Thphr.HP7.14.1.
German (Pape)
[Seite 778] ἡ, = ἔκροος, Pol. 4, 39, 8; Fehlgeburt in den ersten 7 Tagen, Arist. H. A. 7, 3; gen. anim. 3, 9; τριχῶν, das Ausgehen der Haare, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκρῠσις: -εως, ἡ, = ἔκροος ΙΙ, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 13, 26, Πολύβ. 4. 39, 8. ΙΙ. ἐκροή, κυήματος φθορά, ἀποβολὴ κατὰ τὰς πρώτας μετὰ τὴν σύλληψιν ἡμέρας, διαφέρουσα τοῦ τρωσμοῦ, ἐκτρώσεως, Ἱππ. 257. 19, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 9, 3, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 3, 3 καὶ 7. ΙΙΙ. ἔκρ. τριχῶν, πτῶσις, «πέσιμον», Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 14, 1.