ἐκτροχάζω
From LSJ
ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up
English (LSJ)
A rush out, Apollod.2.7.3. II treat summarily, Dsc. Ther.2.
German (Pape)
[Seite 783] = ἐκτρέχω, Apolld. 2, 7, 3; durchgehen, erzählen, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτροχάζω: ἐκτρέχω, ἐκτροχάσαντες δὲ οἱ Ἱπποκοωντίδαι καὶ τύπτοντες αὐτὸν τοῖς σκυτάλοις ἀπέκτειναν Ἀπολλόδ. 2.7, 3· διέρχομαι ἐπιτροχάδην, Διοσκ. Θηρ. 2.