ἐξαράομαι

From LSJ
Revision as of 19:56, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξᾰράομαι Medium diacritics: ἐξαράομαι Low diacritics: εξαράομαι Capitals: ΕΞΑΡΑΟΜΑΙ
Transliteration A: exaráomai Transliteration B: exaraomai Transliteration C: eksaraomai Beta Code: e)cara/omai

English (LSJ)

   A utter curses, ἐκ δ' ἀρὰς ἠρᾶτο S.Ant.427.    II dedicate with solemn prayers, νεών Aeschin.3.116.

German (Pape)

[Seite 871] ἐξαράσασθαι od. ἐξάρασθαι (ἐξαρᾶσθαι?) als v. l. für ἐξειργάσθαι Aesch. 3, 116; VLL. erkl. durch Gebete einweihen. In tmesi ἐκ δ' ἀρὰς ήρᾶτο Soph. Ant. 423.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαράομαι: ἀποθ., καταρῶμαι, μετὰ συστ. αἰτ., ἐκ δ’ ἀρὰς κακὰς ἠρᾶτο τοῖσι τοὔργον ἐξειργασμένοις Σοφ. Ἀντ. 427. ΙΙ. τελῶ εὐχάς, ἐπὶ ἱδρύσεως ναοῦ, ὅτι χρυσᾶς ἀσπίδας ἀνέθηκεν (ὁ δῆμος τῶν Ἀθηναίων) πρὸς τὸν καινὸν νεὼν πρὶν ἐξαράσασθαι, «ἐξαράσασθαι δέ ἐστι τὸ ἐκτελέσαι τὰς ἀράς, τουτέστι τὰς εὐχάς, ἃς ἐπὶ ταῖς ἱδρύσεσι τῶν ναῶν εἰώθασι ποιεῖσθαι» (Ἁρποκρ.), Αἰσχίν. Κατὰ Κτησιφ. 32. 3. Διάφορ. γραφ. πρὶν ἐξειργάσθαι.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
seul. inf. ao. ἐξαράσασθαι;
dédier avec des prières solennelles.
Étymologie: ἐξ, ἀράομαι.