γέεννα
πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced
English (LSJ)
ης, ἡ, Hebr.
A gé-hinnóm, the valley of Hinnom, which represented the place of future punishment, Ev.Matt.5.22, al.
German (Pape)
[Seite 478] ἡ, hebräisches W., die Hölle, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
γέεννα: -ης, -ἡ, Ἑβραϊκὴ λέξις σύνθετος, g ê-hinnôm, κοιλὰς Ἐννόμ, ἥτις παρίστα τὸν τόπον τῆς μελλούσης κολάσεως, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ε΄, 22 κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
géhenne, symbole de destruction complète ; lieu de torture.
Étymologie: hébreu ge–hinnom « Vallée de Hinnom » ; actuel ouadi er-Rababi.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Alolema(s): γέννα Orac.Sib.1.103, Thdt.H.Rel.13.16
hebr. gë-hinnöm, el valle del Hinnom, infierno ἔνοχος ἔσται εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός Eu.Matt.5.22, ἐξαποτῖσαι εἰς γένναν μαλεροῦ λάβρου πυρὸς ἀκαμάτοιο Orac.Sib.l.c., τῆς γεέννης τὸ βάθος Thdt.H.Rel.31.7, cf. 13.16, 26.25, 31.8, Io.Iei.Serm.M.88.1961B
•op. βασιλεία Mac.Aeg.Hom.40.3.