συναποστέλλω
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
A dispatch together with, τινι Th.6.88; Στράτωνι νεανίσκον PCair.Zen.18.5 (iii B.C.); τινὰ μετ' ἐμοῦ ib.439.3 (iii B.C.); join in dispatching, Is.6.27, X.HG5.2.37, etc.
German (Pape)
[Seite 1003] mit od. zugleich ab-, fort- oder ausschicken; Thuc. 6, 88; Is. 6, 27.
Greek (Liddell-Scott)
συναποστέλλω: ἀποστέλλω ὁμοῦ μετά τινος, τινὶ Θουκ. 6. 88, Ἰσαῖ. 59. 9, Ξεν., κλπ.
French (Bailly abrégé)
envoyer ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, ἀποστέλλω.